δολώνω

δολώνω
(AM δολῶ, -όω) [δόλος]
1. δολιεύομαι, εξαπατώ
2. νοθεύω
νεοελλ.
τοποθετώ δόλωμα σε αγκίστρι ή παγίδα
μσν.
1. κηλιδώνω
2. διαστρεβλώνω
αρχ.
1. πιάνω, συλλαμβάνω με δόλο
2. τροποποιώ, μετασχηματίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δολώνω — δολώνω, δόλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δολώνω — δόλωσα, δολώθηκα, δολωμένος 1. βάζω δόλωμα σε αγκίστρι ή παγίδα: Βάλε δόλωμα στην πετονιά. 2. νοθεύω ποτά: Τα ποτά αυτής της κάβας είναι δολωμένα. 3. μτφ., εξαπατώ χρησιμοποιώντας δόλο: Πρόσεξε μη σε δολώσουν κατά τη συναλλαγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδόλωτος — η ο (Μ ἀδόλωτος, ον) [δολώνω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν εφοδιάστηκε με δόλωμα («αγκίστρι αδόλωτο») 2. άδολος, ανόθευτος («αδόλωτο κρασί») μσν. ειλικρινής, αγνός, αθώος, γνήσιος …   Dictionary of Greek

  • δολώ — δολῶ βλ. δολώνω …   Dictionary of Greek

  • αγκιστρώνω — αγκίστρωσα, αγκιστρώθηκα, αγκιστρωμένος 1. πιάνω με αγκίστρι ή γάντζο: Το χε αγκιστρώσει τόσο καλά που ήταν αδύνατο να φύγει. 2. βάζω, δένω αγκίστρια στην πετονιά ή τα δολώνω: Καθόταν σταυροπόδι κι αγκίστρωνε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”